- Μήτηρ
- Μήτηρ ηМатерь Божия – БогородицаЭтим.< дргр. μήτηρ < μάτηρ «мать» < инд. mater «мать»
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
μήτηρ — μήτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. μητέρα … Dictionary of Greek
μητήρ — μήτηρ mother fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήτηρ — mother fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Другие дни, другие сны … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ. — См. Иному счастье мать, иному мачиха … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁμοιότης φιλότητος μήτηρ. — См. Кому на ком жениться, тот в того и родится … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πότνια μήτηρ. — См. Родина святая … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γη Μήτηρ — (Μητέρα Γη). Υπέρτατη γυναικεία θεότητα των αρχαίων γεωργικών πολιτισμών, η οποία εξασφάλιζε τη γονιμότητα των αγρών. Η θρησκευτική ιδέα που ενυπάρχει στη λατρεία της Γ.Μ. βασίζεται στο ότι η γεωργία αποτελεί το θεμέλιο κάθε μορφής πολιτισμού και … Dictionary of Greek
μητράσι — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητράσιν — μήτηρ mother fem dat pl μήτηρ mother fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μητρί — μήτηρ mother fem dat sg μήτηρ mother fem dat sg μητρίς one s mother country fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)